- ξακουσμένος
- -η, -οακουστός σε πολύ κόσμο, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-ακουσμένος (< εξ-ακούω), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (πρβλ. ξακουστός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξακουσμένος — η, ο περίφημος, ονομαστός: Κατσίβελος και ξακουσμένος δε γίνεται (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξακουσμένος — και ξακουσμένος, η, ο [εξακούω] ξακουστός, περίφημος … Dictionary of Greek
ξακουστός — ή, ό ξακουσμένος, ονομαστός, φημισμένος, περίφημος, διάσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ ακουστός (< ἐξ ακούω), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] *με επιτ. σημ.)] … Dictionary of Greek
πολυξακουσμένος — η, ο, Ν ο πολύ ξακουσμένος, πολύ φημισμένος, περίφημος, διάσημος … Dictionary of Greek
ξακουστός — ή, ό φημισμένος, ξακουσμένος, ονομαστός, περίφημος: Ετούτος είναι ξακουστός κι όλοι τον επαινούσι (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονομαστός — ή, ό αυτός που έχει όνομα, φήμη, ο διάσημος, ο ξακουστός, ο ξακουσμένος: Ονομαστός επιστήμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)